οικοδομήσιμος

οικοδομήσιμος
-η, -ο
1. (για έδαφος) κατάλληλος για ανέγερση οικοδομής, πρόσφορος για οικοδόμηση
2. (για υλικά) αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οικοδομές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οικοδόμηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Δ. Μαργαρίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οικοδομήσιμος — η, ο 1. ο κατάλληλος για χτίσιμο: Το οικόπεδο είναι οικοδομήσιμο. 2. αυτός που χρησιμοποιείται στην οικοδομή: Οικοδομήσιμη ξυλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”